ανεπιφυλάκτως

ανεπιφυλάκτως
ανεπιφυλάκτωςχτα επίρρ. безусловно, решительно, без оговорок, категорически

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανεπιφυλάκτως" в других словарях:

  • κατηγορηματικότητα — η το σαφές και απερίφραστο στον λόγο, η ομιλία χωρίς περιστροφές, το να εκφέρεται κάτι ρητώς, οριστικώς και ανεπιφυλάκτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορηματικός. Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορηματικότης, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»